μερεύω
Προφορά
Ετυμολογία
μερεύω ημερεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μερεύω
✦ εξημερώνω: αγρίμια που μερεύουνε και γίνονται στρατιώτες (Κ. Παλαμάς) – κι ήρθαν οι γύφτοι με τα φίδια που τα μερεύουν και χορεύουν (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) γαληνεύω, καταπραΰνω: η ψυχή μου μέρευε στη θαλπωρή εκείνη, βούλιαζα σε μια νάρκη όλο γλυκύτητα (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–