μερακλήδισσα


μερακλήδισσα
Προφορά

Ετυμολογία
μερακλήδισσα └τουρκ┘meraklι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μερακλήδισσα

✦ θηλ. μερακλού κ. μερακλήδισσα ο κατεχόμενος από μεράκι για κάτι
✦ άνθρωπος με γούστο
✦ αυτός που ασκεί το επάγγελμά του με επιμέλεια και ευαισθησία: άρχισε να συζητάει το καθετί, με υπομονή και κέφι, σα μερακλής δάσκαλος που βρήκε καλό μαθητή (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.