μενετός
Προφορά
Ετυμολογία
μενετός αρχαία ελληνική μενετός (= υπομονετικός), ρημ. επίθετο του μένω
Ερμηνεία
μενετός
✦ -ή, -όν επίθ. εύχρ. στη φρ. οι καιροί ου μενετοί, οι ευνοϊκές περιστάσεις δεν περιμένουν: μόνο με μεγάλο κόπο θα μπορούν να βρίσκουν χρήματα, και στους πολέμους οι καιροί ου μενετοί (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–