μεικτός
Προφορά
Ετυμολογία
μεικτός αρχαία ελληνική μικτός
Ερμηνεία
μεικτός
✦ κ. μ(ε)ιχτός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτή, -όν) ο ανακατεμένος, ο αποτελούμενος από διαφορετικά στοιχεία
✦ (μαθημ.) μεικτός αριθμός, ο αποτελούμενος από ακέραιο και από κλάσμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αμιγής
Επιρρήματα
μ(ε)ικτά κ.μ(ε)ιχτά (Κ μεικτώς)