μαϊμού
Προφορά
Ετυμολογία
μαϊμού μεσαιωνική ελληνική μαϊμού
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μαϊμού
✦ πίθηκος
✦ (μτφ. ) άνθρωπος πονηρός ή άσχημος
✦ (μτφ. ) φτηνή απομίμηση αντικειμένου ή ιδεών: ρολόι μαϊμού
✦ (μτφ. ) μεταμφίεση κλοπιμαίου: μαϊμούδες είναι τα κλεμμένα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν με άλλα χρώματα και πινακίδες (Κλικ)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–