μαθός
Προφορά
Ετυμολογία
μαθός μαθών, μτχ. αορ. του μανθάνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μαθός
✦ αυτός που έμαθε κάτι από πείρα
✦ φρ. ο παθός μαθός, όποιος έπαθε κάτι, έμαθε να φυλάγεται να μην το ξαναπάθει: τώρα η Νύχτα τελειώνει… Παθοί και μαθοί ξέρουν (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–