μαθητευόμενος
Προφορά
Ετυμολογία
μαθητευόμενος μτχ. παθητ. ενεστ. του ρήματος μαθητεύω
Ερμηνεία
μαθητευόμενος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -ένη, -ενον) πρόσωπο που μαθαίνει τέχνη ή επάγγελμα κοντά σε κάποιον προϊστάμενό του
✦ (κατ’ επέκτ.) πρωτόπειρος, αρχάριος
Συνώνυμα
παραγιός, τσιράκι
Αντίθετα
μάστορης, δάσκαλος
Επιρρήματα
–