μέρος
Προφορά
Ετυμολογία
μέρος αρχαία ελληνική μέρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μέρος
✦ τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι
✦ μερίδα, μερίδιο
✦ τόπος, θέση, σημείο
✦ πόλη, χώρα, πατρίδα
✦ αποχωρητήριο
✦ καθένα από τα άτομα, ομάδες ή κράτη που μετέχουν σε σύμβαση
✦ ρόλος ηθοποιού
✦ μέρη του λόγου, οι μεγάλες ομάδες λέξεων στις οποίες διαιρείται το γλωσσικό υλικό κάθε γλώσσας
✦ εύχρ. σε ποικίλες φράσεις, όπως: αφήνω κατά μέρος, παραλείπω – βάζω κατά μέρος, αποταμιεύω – παίρνω κατά μέρος, ξεμοναχιάζω – λαβαίνω μέρος, μετέχω – τι μέρος λόγου είναι; τι είδους άνθρωπος είναι, ποια η αξία του, η ποιότητά του – εκ μέρους κάποιου, από την πλευρά κάποιου, σε ό,τι αφορά κάποιον: διαμαρτυρήθηκα εκ μέρους της χώρας μου για την παραβίαση της συμφωνίας (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
όλον
Επιρρήματα
–