μάγιστρος
Προφορά
Ετυμολογία
μάγιστρος μεσαιωνική ελληνική μάγιστρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μάγιστρος
✦ το ανώτατο αξίωμα της πολιτικής και στρατιωτικής ιεραρχίας στο Βυζάντιο, που πολύ συχνά συνδυαζόταν και με άλλο αξίωμα: μάγιστρος και δομέστικος των Σχολών
✦ μέγας μάγιστρος, ο διοικητής δυτικού μοναχικού τάγματος, ιδ. των Ιωαννιτών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–