λυκίσκος


λυκίσκος
Προφορά

Ετυμολογία
λυκίσκος αρχαία ελληνική λυκίσκος, υποκοριστικό του λύκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λυκίσκος

✦ φυτό αναρριχητικό, αρωματικό, που ο καρπός του χρησιμοποιείται στη ζυθοποιία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.