λιτότητα
Προφορά
Ετυμολογία
λιτότητα μεταγενέστερη ελληνική λιτότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λιτότητα
✦ η ιδιότητα του λιτού, απλότητα
✦ ολιγάρκεια
✦ πολιτική λιτότητας, (πολ. οικον.) επιλογή και εφαρμογή κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, σε περίοδο ύφεσης και έντονων πληθωριστικών πιέσεων, με κύριο χαρακτηριστικό τη συμπίεση των αναγκών και τον περιορισμό της κατανάλωσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–