λιπωμάτωση


λιπωμάτωση
Προφορά

Ετυμολογία
λιπωμάτωση λίπωμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λιπωμάτωση

(ιατρ.) ανάπτυξη μεγάλου αριθμού λιπωμάτων σε ορισμένα σημεία του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.