λεμφατισμός
Προφορά
Ετυμολογία
λεμφατισμός λέμφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λεμφατισμός
✦ υπερπλασία του λεμφικού συστήματος που, κατά την παιδική ηλικία, συνδυάζεται με καθυστέρηση της σωματικής ανάπτυξης και ασθενική κράση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–