λελές


λελές
Προφορά

Ετυμολογία
λελές πιθ. από το └τουρκ┘lâle (= τουλίπα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λελές

✦ αβροδίαιτος, λεπτεπίλεπτος γόνος αριστοκρατικής οικογένειας: λελέδες της αριστοκρατίας (Β. Μοσκόβης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.