λείπω
Προφορά
Ετυμολογία
λείπω αρχαία ελληνική λείπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λείπω
✦ απουσιάζω, δεν είμαι παρών κάπου: θα ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις· κοίταξε να μη λείψεις
✦ βρίσκομαι μακριά από την πατρίδα ή από τον συνηθισμένο τόπο διαμονής μου: χρόνια έλειπε στο εξωτερικό
✦ δεν υπάρχω, ελλείπω: λείπουν τα αποδεικτικά στοιχεία – έλειπε από τη συγκέντρωση ο ενθουσιασμός
✦ εκλείπω: αυτούς που λείψανε πόσο τους θυμόμαστε!
✦ (μτφ. ) αποφεύγω, παραλείπω: το είχα υπόψη μου να τον επισκεφθώ και δε θα λείψω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–