λεία


λεία
Προφορά

Ετυμολογία
λεία αρχαία ελληνική λεία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λεία

✦ καθετί που προέρχεται από διαρπαγή, λάφυρο
(μτφ. ) θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοβόρου ζώου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.