λαθραναγνώστρια


λαθραναγνώστρια
Προφορά

Ετυμολογία
λαθραναγνώστρια λάθρα + αναγνώστης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λαθραναγνώστρια

✦ θηλ. λαθραναγνώστρια αυτός που διαβάζει κρυφά, από έντυπο που δεν του ανήκει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.