κόπρος
Προφορά
Ετυμολογία
κόπρος αρχαία ελληνική κόπρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κόπρος
✦ περίττωμα, κοπριά: θα είσαι ωσάν τους χοίρους μέσα στην κόπρο (Πετσάλης-Διομήδης)
✦ (γεν.) δύσοσμη ακαθαρσία
✦ (κ. μτφ.) ηθικός ρύπος
✦ φρ. κόπρος του Αυγείου, η συρροή σκανδαλωδών και αθέμιτων πράξεων ιδ. δημόσιας υπηρεσίας, τα οποία δύσκολα εκκαθαρίζονται (η φρ. από το μυθικό βασιλιά της Ήλιδας Αυγεία· την κόπρο από τα πολυάριθμα ποίμνιά του καθάρισε ο Ηρακλής): οι εργαζόμενοι (της τράπεζας) και οι συνδικαλιστές… θα γίνουν οι Ηρακλείς για να καθαρίσουν την κόπρο του Αυγείου; (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–