κυκλοθυμικός


κυκλοθυμικός
Προφορά

Ετυμολογία
κυκλοθυμικός κυκλοθυμία

Ερμηνεία
επίθετο┘ κυκλοθυμικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την κυκλοθυμία, ο χαρακτηριστικός της κυκλοθυμίας: κυκλοθυμικές εκδηλώσεις
✦ (ως ουσ.) πρόσωπο που παρουσιάζει συμπτώματα κυκλοθυμίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
κυκλοθυμικά (Κ κυκλοθυμικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.