κτητορικός
Προφορά
Ετυμολογία
κτητορικός μεσαιωνική ελληνική κτητορικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κτητορικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα
✦ κτητορική μονή, μοναστήρι που ιδρύθηκε από ιδιώτη ο οποίος εξασφαλίζει και τα μέσα για τη συντήρηση της μονής και των μοναχών της – κτητορικό δίκαιο, το δίκαιο που ρυθμίζει τα δικαιώματα του κτήτορα ναού ή μονής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–