κούμουλος


κούμουλος
Προφορά

Ετυμολογία
κούμουλος └λατιν┘ cumulus (= σωρός)

Ερμηνεία
επίθετο┘ κούμουλος -η, -ο

✦ ο γεμάτος τόσο ώστε να σχηματίζεται σωρός πάνω από τα χείλη του: ένα κοφίνι κούμουλο σταφύλια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.