κορώνω
Προφορά
Ετυμολογία
κορώνω κόρος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κορώνω
✦ πυρακτώνω
✦ (μτφ. ) εξάπτω, ερεθίζω
✦ (αμτβ.) πυρακτώνομαι: καίει ένας πολυέλαιος ωραίος και κορώνει (Κ. Καβάφης)
✦ (μτφ. ) εξοργίζομαι: φρ. άναψε και κόρωσε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–