κορνέ


κορνέ
Προφορά

Ετυμολογία
κορνέ └γαλλ┘ cornet

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το κορνέ

✦ ειδικό σκεύος που χρησιμεύει για το γαρνίρισμα των γλυκών με σαντιγί
✦ είδος γλυκίσματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.