κολορατούρα
Προφορά
Ετυμολογία
κολορατούρα └διεθν┘coloratura
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κολορατούρα
✦ μουσικός όρος που δηλώνει έναν τύπο καλλωπισμού ή επέκτασης της μελωδικής γραμμής
✦ κολορατούρα σοπράνο, τύπος της φωνής της σοπράνο με ικανότητες ευκινησίας, ευλυγισίας και δεξιοτεχνίας και με μεγάλη έκταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–