κολλυβισμός
Προφορά
Ετυμολογία
κολλυβισμός αρχαία ελληνική κόλλυβος (= μικρό νόμισμα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κολλυβισμός
✦ το έργο του κολλυβιστή, ανταλλαγή νομισμάτων: θα μπορούσε να ενισχύσει αυτόν τον ανεκδιήγητο κολλυβισμό (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–