κλότσος
Προφορά
Ετυμολογία
κλότσος μεσαιωνική ελληνική κλότσος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κλότσος
✦ η κλοτσιά: δώσ’ της κλότσο να κινήσει (προοίμιο λαϊκών παραμυθιών)
✦ φρ. είναι του κλότσου και του μπάτσου, για κάποιον που δεν τον υπολογίζουν, που έχει εξευτελισθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–