κεκές


κεκές
Προφορά

Ετυμολογία
κεκές ηχομίμητη λ.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κεκές

✦ αυτός που τραυλίζει, που επαναλαμβάνει μεμονωμένους φθόγγους, συλλαβές ή και λέξεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.