καρτερώ
Προφορά
Ετυμολογία
καρτερώ αρχαία ελληνική καρτερέω-ῶ
Ερμηνεία
καρτερώ
✦ -άς, -ά κ. -είς, -εί ρ. υπομένω με γενναιότητα
✦ περιμένω υπομονετικά: το θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως του ηλίου (Κ. Καρυωτάκης)
✦ προσδοκώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–