καπούλι
Προφορά
Ετυμολογία
καπούλι μεσαιωνική ελληνική καπούλιον, υποκοριστικό του └λατιν┘ scapula
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καπούλι
✦ τα οπίσθια των μεγάλων τετράποδων: και τους κρατεί στου αλόγου του δεμένους τα καπούλια (Κ. Παλαμάς)
✦ (για πρόσ.) οι γλουτοί, ιδ. αυτοί που προεξέχουν: είναι ξανθιά, «ομορφονιά», με στιβαρά πόδια και γερά καπούλια (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–