καλωδιακός


καλωδιακός
Προφορά

Ετυμολογία
καλωδιακός καλώδιο

Ερμηνεία
επίθετο┘ καλωδιακός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται σε καλώδιο, που η σύνδεσή του γίνεται με καλώδιο: καλωδιακή τηλεόραση (που η διανομή των τηλεοπτικών σημάτων γίνεται μέσω καλωδίων)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.