καλογερική
Προφορά
Ετυμολογία
καλογερική μεσαιωνική ελληνική καλογηρική, └θηλ┘ του επιθέτου καλογηρικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καλογερική
✦ η ιδιότητα ή η ζωή του καλόγερου, η μοναστική ζωή: φρ. βαριά η καλογερική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–