καλλωπίστρια
Προφορά
Ετυμολογία
καλλωπίστρια αρχαία ελληνική καλλωπιστής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καλλωπίστρια
✦ θηλ. καλλωπίστρια ο υπερβολικά καλλωπιζόμενος: να κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό, μυγιάγγιχτος καλλωπιστής (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–