καιρός
Προφορά
Ετυμολογία
καιρός αρχαία ελληνική καιρός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καιρός
✦ χρονικό διάστημα,χρόνος (ιδ. με την έννοια του μακρού): καιρό βαστά ο αντίλαλος, καιρό πονάνε οι πόθοι (Κ. Βάρναλης)· κ. στον πληθ. στη φρ. καιρούς και ζαμάνια, μεγάλο χρονικό διάστημα: καιρούς και ζαμάνια έχω να τον δω
✦ φρ. με τον καιρό, με την πάροδο του χρόνου – από καιρού εις καιρόν, κάποτε – κατά καιρούς, σε ορισμένα χρονικά διαστήματα – περνώ τον καιρό μου, απασχολούμαι με κάτι, διασκεδάζω – χάνω τον καιρό μου, ματαιοπονώ – έχει ο καιρός γυρίσματα, για ανταπόδοση εκδικήσεως κ. για να δηλωθεί μεταβολή της καταστάσεως κάποιου
✦ κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία: τώρα είναι καιρός να ξεκινήσουμε· φρ. εν καιρώ (τω δέοντι), στην κατάλληλη περίσταση – (παροιμ. φρ.) καιρός παντί πράγματι, υπάρχει κατάλληλη στιγμή για κάθε πράγμα
✦ εποχή του χρόνου
✦ ιστορική εποχή: από τον καιρό του Όθωνα
✦ διαθέσιμος χρόνος: δεν έχω καιρό να ασχοληθώ με τέτοια
✦ η ατμοσφαιρική κατάσταση: χάλασε ο καιρός
✦ άνεμος: ενάντιος καιρός
✦ ωριμότητα: η κοπέλα είναι στον καιρό της
✦ οι κοινωνικές συνθήκες, τα «πράγματα» (εύχρ. ιδ. στον πληθ.): οι καιροί μας δεν επιτρέπουν τέτοιες πολυτέλειες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–