καιροσκόπος
Προφορά
Ετυμολογία
καιροσκόπος μεταγενέστερη ελληνική καιροσκόπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η καιροσκόπος
✦ αυτός που καιροσκοπεί, που αναζητά ευκαιρίες για να τις εκμεταλλευθεί (ιδ. με την έννοια της έλλειψης δισταγμών ηθικού χαρακτήρα): καιροσκόπος άφθαστος, φρόντισε μια και του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει λεφτά (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–