καθαρεύουσα
Προφορά
Ετυμολογία
καθαρεύουσα └θηλ┘ της μτχ. του αορ. του ρήματος καθαρεύω (= είμαι καθαρός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καθαρεύουσα
✦ μορφή της νεοελληνικής γλώσσας που βασίζεται στη λόγια παράδοση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
δημοτική
Επιρρήματα
–