ινστιτούτο
Προφορά
Ετυμολογία
ινστιτούτο └λατιν┘ institutum
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ινστιτούτο
✦ ίδρυμα επιστημονικό, τεχνικό ή εκπαιδευτικό ανώτερου επιπέδου: ινστιτούτο φυσικών ερευνών
✦ φροντιστήριο, διδακτήριο: ινστιτούτο ξένων γλωσσών
✦ εργαστήριο, κατάστημα όπου εφαρμόζονται μέθοδοι για τη συντήρηση του οργανισμού ή τον καλλωπισμό του σώματος: ινστιτούτο υγείας – καλλονής κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–