ινδικτιώνα
Προφορά
Ετυμολογία
ινδικτιώνα └λατιν┘ indictio (= έκτακτη εισφορά)
Ερμηνεία
ινδικτιώνα
✦ δεκαπενταετής χρονικός κύκλος· βασική χρονολογική μονάδα για το Βυζάντιο και τη Δύση, ως το τέλος του Μεσαίωνα: η πρώτη ινδικτιών αρχίζει από την 1η Σεπτεμβρίου 312 μ.Χ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–