ιησουίτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
ιησουίτισσα Ιησούς + κατάλ. -ίτης κατά τα └ιταλ┘Gesuita, └γαλλ┘ Jésuite
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ιησουίτισσα
✦ θηλ. ιησουίτισσα μοναχός του καθολικού τάγματος του Ιησού
✦ (μτφ. ) άνθρωπος δόλιος, υποκριτής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–