θωράκιση
Προφορά
Ετυμολογία
θωράκιση θωρακίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θωράκιση
✦ επένδυση (πλοίου, αυτοκινήτου κτλ.) με μέταλλο
✦ (μτφ. ) όπλιση, η κάλυψη που κάνει κάτι απρόσβλητο: η θωράκιση του έθνους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–