θυρεός
Προφορά
Ετυμολογία
θυρεός αρχαία ελληνική θυρεός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο θυρεός
✦ το κύριο μέρος οικοσήμου ή εθνικού εμβλήματος, που έχει σχήμα ασπίδας: είχε διατάξει ν’ αφαιρεθούν τα εμβλήματα της αυτοκρατορίας από τις πύλες και να μείνει μόνο ένας θυρεός επάνω από την πύλη (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–