θυμικός


θυμικός
Προφορά

Ετυμολογία
θυμικός αρχαία ελληνική θυμικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ θυμικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με το συναισθηματικό μέρος της ψυχής
✦ ο σχετικός με τη ζωική δυναμικότητα
✦ το θυμικό(ν) ως ουσ., η ψυχή ως προς το μέρος της που αναφέρεται στο συναίσθημα: ο ποιητής κι ο καλλιτέχνης, όταν δημιουργούνε, βρίσκονται σε μια μανιακή υπερένταση του θυμικού (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.