θυμητικό
Προφορά
Ετυμολογία
θυμητικό ενθυμητικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το θυμητικό
✦ δυνατή μνήμη, μνημονικό: ξεχνάει τα πάντα· δεν έχει θυμητικό
✦ ενθύμιο: θυμητικά της γνωριμιάς σού έχουν πολλά χαρίσει (Ι. Ζερβός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–