θρασίμι
Προφορά
Ετυμολογία
θρασίμι αρχαία ελληνική σαθρόν > θρασόν, με μετάθ.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το θρασίμι
✦ ψοφίμι: είδα ένα θρασίμι να το ξεσκίζουν τα κοράκια (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μτφ. ) άνθρωπος θρασύδειλος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–