θαυμαστός
Προφορά
Ετυμολογία
θαυμαστός αρχαία ελληνική θαυμαστός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ θαυμαστός -ή, -ό
✦ που προκαλεί θαυμασμό: θαυμαστό έργο – ο λαός τον είχε για άγιο από τα θαυμαστά που έλεγε κι από τα θαυμαστά που έκανε (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
αξιοθαύμαστος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
θαυμαστά (Κ θαυμαστώς)