θαυμαστικός
Προφορά
Ετυμολογία
θαυμαστικός αρχαία ελληνική θαυμαστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ θαυμαστικός -ή, -ό
✦ που εκφράζει θαυμασμό
✦ (γραμμ.) το ουδ. θαυμαστικό(ν) ως ουσ., σημείο στίξης (!), έπειτα από φράση που δηλώνει θαυμασμό, έκπληξη, απορία ή οποιοδήποτε άλλο έντονο συναίσθημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
θαυμαστικά (Κ θαυμαστικώς)