θέληση
Προφορά
Ετυμολογία
θέληση μεταγενέστερη ελληνική θέλησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θέληση
✦ επίμονη ενέργεια για την επίτευξη ορισμένου σκοπού: η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος (Διον. Σολωμός)
✦ διάθεση
✦ επιθυμία, αξίωση
✦ η δύναμη της εμμονής σε απόφαση ή αρχή: είναι άνθρωπος με θέληση και θα επιτύχει
Συνώνυμα
βούληση
Αντίθετα
αβουλία
Επιρρήματα
–