ηλύσιος
Προφορά
Ετυμολογία
ηλύσιος αρχαία ελληνική ἠλύσιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ηλύσιος -α, -ο
✦ συνήθ. στον πληθ. Ηλύσια Πεδία, μυθολογικός τόπος, στο δυτικό άκρο της γης, όπου οι ήρωες μετέβαιναν μετά το θάνατό τους και ζούσαν αθάνατοι και ευτυχείς
✦ ο παράδεισος όπου ζουν οι ψυχές των αγίων και δικαίων
✦ ως χαρακτηρισμός χώρου, τοπίου ωραίου και απολαυστικού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–