ζητώ
Προφορά
Ετυμολογία
ζητώ αρχαία ελληνική ζητῶ
Ερμηνεία
ζητώ
✦ -είς, -εί κ. -άς, -ά ρ. (ζήτ-ησα, -ήθηκα, -ημένος) ψάχνω να βρω ή προσπαθώ να συναντήσω, γυρεύω
✦ προσπαθώ να επιτύχω ή να αποκτήσω, επιδιώκω
✦ απαιτώ, αξιώνω
✦ ζητιανεύω
✦ παθ. ζητούμαι κ. ζητιέμαι, είμαι αντικείμενο ζητήσεως (στην αγορά ή στο χρηματιστήριο): το μοντέλο πάλιωσε πια και δε ζητιέται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–