ζευγνύω
Προφορά
Ετυμολογία
ζευγνύω αρχαία ελληνική ζευγνύω και ζεύγνυμι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ζευγνύω
✦ ζεύω (βλ. λ.)
✦ συνδέω δύο άκρα
✦ συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω: θ’ αναλογίστηκαν τι θα τους περίμενε τους ιδίους αν δεν κατόρθωναν να ζεύξουν τον Ελλήσποντο επί Ξέρξου άρχοντος (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–