ζεσεοσκοπία
Προφορά
Ετυμολογία
ζεσεοσκοπία ζέσις + σκοπώ (= εξετάζω)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ζεσεοσκοπία
✦ η μέτρηση της ακριβούς θερμοκρασίας βρασμού ενός σώματος, που πραγματοποιείται κυρίως για τον υπολογισμό του μοριακού βάρους του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–